ἄχρονος

ἄχρονος
ἄχρονος
without time
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άχρονος — η, ο (AM ἄχρονος, ον) αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, αιώνιος αρχ. μσν. 1. σύντομος, ολιγοχρόνιος 2. επίρρ. ἀχρόνως χωρίς καθορισμένα χρονικά όρια …   Dictionary of Greek

  • άχρονος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει χρονικά όρια (αρχή και τέλος): Ο Θεός είναι άχρονος. 2. (μουσ.), αυτός που δεν έχει κανονικό (μουσικό) χρόνο: Η μελωδία που έπαιξε ήταν άχρονη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχρόνως — ἄχρονος without time adverbial ἄχρονος without time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχρονον — ἄχρονος without time masc/fem acc sg ἄχρονος without time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρόνοις — ἄχρονος without time masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρόνου — ἄχρονος without time masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρόνους — ἄχρονος without time masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρόνων — ἄχρονος without time masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρόνῳ — ἄχρονος without time masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχρονα — ἄχρονος without time neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”